- μεταλλόπλυση
- η(μεταλργ.) ο καθαρισμός και ο εμπλουτισμός τών μεταλλευμάτων, ο οποίος γίνεται με φυσικές μεθόδους και κυρίως με πλύση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek